ΠΑΛΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το ΓΑΡΔΙΚΙ βρίσκεται στο βορειοανατολικό μέρος του Νομού Θεσπρωτίας μεταξύ των βουνών Βελούνας και Βελίκας και ανάμεσα στους δύο ποταμούς Λαγκάβιστα και Τορίτσα.
Το χωριό μας μπορεί να το επισκεφθεί κανείς ακολουθώντας το δρόμο Γιάννενα-Βροσίνα-Ραβενή-Χαραυγή-Γαρδίκι (50 χλμ.) ή από Ηγουμενίτσα-Φιλιάτες-Κεραμίτσα-Χαραυγή-Γαρδίκι (45 χλμ.).
Το ταξίδι στο Γαρδίκι, όποια διαδρομή και αν ακολουθήσεις σε συναρπάζει και σε μαγεύει οποιαδήποτε εποχή το επισκεφθείς.
Ανήκει στα χωριά της Μουργκάνας και είναι διάσπαρτο με πολλούς μαχαλάδες (Γαρδίκι, Κατσάτικα, Λαππάτικα, Θανάτικα και Λέκουφα).
Παλαιότερα συμπεριελάμβανε και τους μαχαλάδες των Καραπαναίων και Μαϊδωναίων αλλά στις 12-2-1935 προσαρτήθηκαν στα Βορτόπια επειδή το σχολειαρόπαιδα δεν μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό Τορίτσα τον χειμώνα για να πάνε στο σχολείο.
Υψόμετρο : 400 μέτρα
Κάτοικοι : (απογραφή 2001) 56 κάτοικοι
Είναι γραφικό χωριό χτισμένο επάνω στο οροπέδιο της Ράχης με την μεγαλύτερη ιστορία όλων των χωριών της περιοχής της Μουργκάνας.
Το όνομα ΓΑΡΔΙΚΙ έχει δύο εκδοχές. Η πρώτη προέρχεται από την Σλαύικη λέξη GRAD που σημαίνει πόλις δηλαδή μικρή πόλις η δε δεύτερη εκδοχή είναι ότι η λέξη Γαρδίκι προέρχεται από την λέξη GUARD που σημαίνει οχυρωμένος. Πράγματι το χωριό ήταν μέσα στο κάστρο χτισμένο άρα και καλά οχυρωμένο. Η δεύτερη εκδοχή μάλλον είναι η σωστή αφού στο σύνολο και τα δέκα χωριά ανά την Ελλάδα με το ίδιο όνομα έχουν αρχαία Κάστρα.
Από τις επιστημονικές έρευνες που έγιναν αναφέρεται ως μικρό οχυρωμένο πολισμάτιον από τους Ελληνιστικούς χρόνους κατά την ΙΑ Αρχαιολογική Περιφέρεια Ηπείρου. Στο ίδιο συμπέρασμα μας οδηγεί και ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός ΠΟΥΚΕΒΙΛ ο οποίος στην περιοδεία του στην περιοχή στις αρχές του 18ου αιώνα αναφέρει ότι το Γαρδίκι είναι πολύ αρχαιότερο των υπολοίπων χωριών της περιοχής.
Στο ίδιο συμπέρασμα μας οδηγεί και ο νεότερος ιστορικός Βασίλης Κραψίτης που στον τόμο του ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΑ αναφέρει ότι τα χωριά της Μουργκάνας ιδρύθηκαν μετά των διωγμό των Ελλήνων από τα εύπορα χωριά της δυτικής πλευράς του νομού από τους Αλβανοτσάμηδες και τους εξισλαμισθέντες ¨Ελληνες την περίοδο 1650-1700 για να αποφύγουν τον κατατρεγμό. Σ’ αυτά τα χωριά δεν περιλαμβάνεται το ΓΑΡΔΙΚΙ το οποίο προϋπήρχε.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Καθηγητης της Αρχαιολογίας του Πανεπιστιμίου Αθηνών Κος Δάκαρης ο οποίος στο βιβλίο του Οχυρώσεις Ελληνο-Αλβανικής μεθορίουτου 1972 και στις σελίδες 158-159 αναφέρει:
Στην συμβολή των ποταμών Τορίτσα και Λαγκαβίστα νότια του χωριού Γαρδίκιβρίσκεται οχυρωμένος οικισμός. Καταλαμβάνει ένα χαμηλό λόφο απόκρυμνο στις τρεις πλευρές του εκτός της βόρειας.
Ο αρχαίος αυτός οικισμός προστατευόταν μόνο στην βόρεια πλευρά του από ισχυρή ισοδομική οχύρωση με δύο πύργους. Οι απόκρυμνες λοιπές πλευρές καθιστούσαν περιττή την ανάγκη οχύρωσης. Ο εσωτερικός χώρος έκτασης 14 στρεμμάτωνδιαμορφώνεται με την δημιουργία στα οποία διακρίνεται η ύπαρξη κτιρίων ασαφούς κάτοψης. Αξιοσημείωτη είναι της κεραμικής διάσπαρτη σε όλη την έκταση του τοιχισμένου χώρου, βάσει της οποίαςο οικισμός θα μπορούσε να χρονολογηθείστούς ύστερους κλασικούς-ελληνιστικούς χρόνους. Στό γειτονικό Κεφαλοχώρι αποκαλύφθηκε οικογενειακός κιβωτιόσχημος τάφοςμε πλούσια κτερίσματα (τέλη 3ου ως 100 π.χ,) που ίσως συνδέεται με τον οικισμό
Άλλη ζωντανή μαρτυρία και πολύ πρόσφατη είναι αυτή των Ιταλών κατακτητών το 1940. Μόλις έφτασαν στο Γαρδίκι και άνοιξαν τους χάρτες τους ανάφεραν επί λέξει:
ΓΑΡΔΙΚΙ -ΜΠΡΑΝΙΑ. Αυτά τα δύο μόνο χωριά ήταν χαραγμένα στους χάρτες τους.
Τέλος θέλω να αναφέρω ότι σε προσωπική συνομιλία του γράφοντος με τον Φιλανδό Διδάκτορα της αρχαιολογίας Mr. Bjorn Forsen μου ανεφέρθη ότι ο πρόσφατα ανακαλυφθείς αρχαίος τάφος στο διπλανό χωριό Κεφαλοχώρι το πιθανότερο να ήταν τάφος ενός εκ των μελών της Βασιλικής οικογένειας του Κάστρου διότι είθιστο στους Ελληνιστικούς χρόνους οι ανώτεροι Αξιωματούχοι του Παλατιού να θάβονται στο σημείο του σκοτωμού τους. Ίδια ακριβώς ευρήματα βρέθηκαν και στον κάμπο της Παραμυθιάς ενώ το Κάστρο ευρίσκετε στην Βέλιανη.
Το οχυρό πολισμάτιον του Γαρδκίου κατεστράφη ολοσχερώς από τον Ρωμαίο Στρατηγό Αιμίλιο Παύλο Β’ περί το 167 π.χ. (Hammond) μαζί με τα κάστρα από τις γύρω περιοχές σε αντίποινα της καταστροφής που είχε προξενήσει ο Βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου κατά την εκστρατεία του στην Ιταλία.
Ιστορικός θα μείνει ο τρόπος κατάληψης του κάστρου από τους πολιορκητές διότι ήταν όντως απόρθητο. Το Κάστρο ήταν απροσπέλαστο και οι κάτοικοί του είχαν οχυρωθεί μέσα και πολεμούσαν σθεναρά επί πολλούς μήνες. Ο Αιμίλιος Παύλος επέμενε πάρα πολύ για την άλωση του κάστρου αφ’ ενός διότι ο Πύρρος από το σημείο εκείνο συνέταξε τα στρατεύματά του και εξόρμησε δια την Ιταλία και αφ’ ετέρου γνώριζε ότι σ’ αυτό το κάστρο ο Πύρρος έκρυβε τους θησαυρούς του. Το κάστρο όμως είχε και την Αχίλλειο πτέρνα του. Το Κάστρο υδρεύετο από την πηγή του Βασίλη Τάτση 800 μέτρα βορειότερα και μέσω κρυφού υπογείου αγωγού (σούγιαλο) το νερό έφτανεμέσα στο Κάστρο.
Ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία λένε ότι οι πολιορκητές για να ανακαλύψουν τον τρόπο ύδρευσης ετάισαν ένα άλογο επί 40 ημέρες μόνο με βρώμη και κριθάρι χωρίς καθόλου νερό Το άφησαν κατόπιν ελεύθερο έξω από το Κάστρο και αυτό έψαξε μυρίζοντας την γη και σε ένα σημείο άρχισε να σκάβει με τα πόδια του. Ακριβώς κάτω από το σημείο αυτό περνούσε το σούγιαλο το οποίο οι πολιορκητές βρήκαν και έτσι διέκοψαν την τροφοδοσία νερού στο Κάστρο.
Πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι ένα από τα υλικά της κατασκευής του σούγιαλου ήταν και το ασπράδι αυγού.
Μόλις τέλειωσαν τα αποθεματικά νερού της δεξαμενής εντός του Κάστρου (Φιλανδός Δόκτωρ αρχαιολογίας Mr. Bjorn Forsen) οι κάτοικοι παραδόθηκαν στους κατακτητές του Αιμιλίου Παύλου Β΄.
Aλλο κύριο χαρακτηριστικό μεταξύ μύθου και ιστορίας είναι ότι στο κάστρο βασίλευε η ΜΟΝΟΒΥΖΑ.
Σε μία μάχη έξω από τα τείχη του Κάστρου ηγείτο ο υιός της Μονοβύζας ο οποίος ερχόταν από την Μπράνια προς βοήθεια του Κάστρου. Πληγώθηκε και συνελήφθη ζωντανός όμως από τους εχθρούς καθ’ οδόν προς το Κάστρο. Μόλις ειδοποίησαν την Βασίλισσα για το πλήγωμα και σύλληψη του υιού της στον κάμπο αυτή απήντησε Μαύρος Κάμπος να γένει. Έκτοτε και μέχρι σήμερα η περιοχή αυτή του κάμπου ονομάζεται Μαυρόκαμπος.
Η Μονοβύζα επίσης καταράστηκε και την Μπράνια πού δεν βοήθησε το παιδί της με στρατιώτες και είπε..
Τα δώδεκα σπίτια της Μπράνιας δεκατρία να μη γίνουν, Ούτε Παπάς ούτε Δάσκαλος να στεριώσει σε αυτή.
(Την ώρα πού τον μετέφεραν ο γιός της Μονοβύζας αντέδρασε και έτσι τον σκότωσαν σε ένα σημείο μετά τα Βορτόπια. Η περιοχή αυτή ονομάζεται μέχρι και σήμερα χάλασμα)
Άλλο χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής ήταν η έλλειψη νερού στην γύρω περιοχή. Η πηγή του σημερινού κεφαλόβρυσου (μάννα του νερού) από τα νερά της οροσειράς της Μουργκάνας χώνευε το νερό στο σημείο ακριβώς που έβγαινε. Η παράδοση λέει ότι η Βασίλισσα του Κάστρου έδωσε εντολή στους εργάτες να ρίξουν παλιούρια μέσα στην τρύπα και κατόπιν πάρα πολύ μαλλί από πρόβατα κατόπιν εισηγήσεως ενός αξιωματούχου του κάστρου. Οι εργάτες πραγματοποίησαν της εντολές αυτές αλλά δεν είδαν άμεσα κανένα αποτέλεσμα. Φοβούμενοι της συνέπειες της αποτυχίας από την Μονοβύζα εγκατέλειψαν την περιοχή.
Μετά από μία περίπου εβδομάδα η περιοχή ξεχείλισε από νερό και η Βασίλισσα ζήτησε να ειδοποιηθούν οι εργάτες να έρθουν για να τους ευχαριστήσει. Δυστυχώς οι εργάτες ποτέ δεν πίστεψαν στα λεγόμενα των αγγελιοφόρων και δεν επέστρεψαν.
Μετά την καταστροφή του Κάστρου από τον Αιμίλιο Παύλο Β΄ η πόλις μετεφέρθη περί τα 200 μέτρα βορειότερα ερείπια της οποίας υφίστανται μέχρι σήμερα.
Μετά από ένα καταστροφικό σεισμό άγνωστο πότε, το χωριό μετεφέρθη ακόμη βορειότερα στη ράχη όπου και η σημερινή του θέση.
Πρέπει να σημειώσομε ότι το Γαρδίκι ήταν και αυτό σταθμός του Πατρο-Κοσμά του Αιτωλού. Μετά την ομιλία στην πλατεία του Λύκου (σημερινή Χαραυγή) επισκεύθηκε το Γαρδίκι όπου έκανε ομιλίες και μάλιστα σε μία από τiς οικογένειες (Μαλάμη) άφησε εντολές γραμμένες σε δέρμα ζώου.
Το Γαρδίκι επί τουρκοκρατίας ήταν ένα χωριό μαζί με την Γλούστα και τα Βορτόπια.
Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου και ειδικά στις 2-6-1925 έγινε ξεχωριστή Κοινότητα με το ίδιο όνομα (ΦΕΚ Α. 143/1925) στο οπoίο ανήκαν και οι συνοικισμοί Μαιδωνάτικα και Καραπανάτικα και αρχικά ανήκε στον Νομό Ιωαννίνων. Στις 21-3-1937 υπήχθη στο Νομό Θεσπρωτίας.
Οι κάτοικοι του χωριού στις τότε απογραφές ήταν..
Το 1928 299 κάτοικοι
Το 1940 259 κάτοικοι και
Το 1951 205 κάτοικοι.